Φλεγμονή, ερυθρότητα ή διόγκωση των κολπικών ιστών, που συνήθως προκύπτουν από βακτηριακή ή μυκητιασική μόλυνση.
Κολπίτιδα, ατροφική: μια μορφή μη λοιμώδους κολπίτιδας η οποία συνήθως προκύπτει από μείωση των ορμονών εξαιτίας της εμμηνόπαυσης, χειρουργικής αφαίρεσης των ωοθηκών, ακτινοθεραπείας ή και μετά τον τοκετό – ιδιαίτερα στις γυναίκες που θηλάζουν.
Κολπίτιδα, βακτηριακή: κοινή κολπική λοίμωξη που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως αυξημένα κολπικά υγρά, κνησμό, κάψιμο ή ερυθρότητα στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.
Κολπίτιδα, μη λοιμώδης: ένας τύπος κολπίτιδας στον οποίο συνήθως υπάρχει κολπικός ερεθισμός χωρίς να υπάρχει λοίμωξη. Τις περισσότερες φορές προκαλείται από αλλεργική αντίδραση ή ερεθισμό από κολπικές πλύσεις, κρέμες ή σπερματοκτόνα προϊόντα. Μπορεί επίσης να προκληθεί από ευαισθησία σε αρωματισμένα σαπούνια, απορρυπαντικά ή μαλακτικά ρούχων.
Κολπίτιδα, ιογενής: πολύ συχνή κολπική λοίμωξη, συχνά σεξουαλικά μεταδιδόμενη, που προκαλείται από διαφορετικούς τύπους ιών (όπως τον ιό του απλού έρπητα ή τον ιό του ανθρωπίνου θηλώματος).